κτίσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κτῐσι- κτῐσε- | |||||
| ονομαστική | ἡ | κτίσῐς | αἱ | κτίσεις | |
| γενική | τῆς | κτίσεως | τῶν | κτίσεων | |
| δοτική | τῇ | κτίσει | ταῖς | κτίσεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | κτίσῐν | τὰς | κτίσεις | |
| κλητική ὦ! | κτίσῐ | κτίσεις | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κτίσει | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κτισέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κτίζω
Σύνθετα
- ἀνάκτισις
- ἀντέκτισις
- ἀπόκτισις
- σύγκτισις
Με διαφορετική ετυμολογία: ἔκτισις (ἐκτίνω), κατοίκτισις (κατοικτίζω, οἶκτος), ὑπερέκτισις (ὑπερεκτείνω)
Πηγές
- κτίσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κτίσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.