κτίσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κτῐσι- κτῐσε-
ονομαστική κτίσῐς αἱ κτίσεις
      γενική τῆς κτίσεως τῶν κτίσεων
      δοτική τῇ κτίσει ταῖς κτίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κτίσῐν τὰς κτίσεις
     κλητική ! κτίσῐ κτίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κτίσει
γεν-δοτ τοῖν  κτισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτίσις < κτίζω, κτι- + -σις

Ουσιαστικό

κτίσις, -εως θηλυκό

  1. θεμελίωση
  2. η δημιουργία του κόσμου, η κτίση του κόσμου
  3. δημιούργημα

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἀνάκτισις
  • ἀντέκτισις
  • ἀπόκτισις
  • σύγκτισις

Με διαφορετική ετυμολογία: ἔκτισις (ἐκτίνω), κατοίκτισις (κατοικτίζω, οἶκτος), ὑπερέκτισις (ὑπερεκτείνω)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.