ἐκτίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐκτίνω
- πληρώνω (χρέος, λύτρα)
- ※ καί σφι ὑπ᾽ Ἀργείων ἐπεβλήθη ζημίη χίλια τάλαντα ἐκτῖσαι, πεντακόσια ἑκατέρους (Ηρόδοτος, 6, 92, 2)
- αποπληρώνω, εκτίω
- (μέση διάθεση) απαιτώ αποζημίωση, παίρνω εκδίκηση
Συγγενικά
Εκφράσεις
- ἐκτίνω δίκην: πληρώνω όλο το χρηματικό πρόστιμο
Πηγές
- ἐκτίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐκτίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.