ἔκτισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἔκτισῐς | αἱ | ἐκτίσεις |
| γενική | τῆς | ἐκτίσεως | τῶν | ἐκτίσεων |
| δοτική | τῇ | ἐκτίσει | ταῖς | ἐκτίσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἔκτισῐν | τὰς | ἐκτίσεις |
| κλητική ὦ! | ἔκτισῐ | ἐκτίσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκτίσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐκτισέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἔκτισις, -εως θηλυκό
- πληρωμή, ξεπλήρωμα (χρέους, ποινής)
- εξόφληση
- αποζημίωση
- (ελληνιστική σημασία) τιμωρία
- ἔκτεισις
- ἔστεισις (αρκαδικό)
- ἔκτεισμα / ἔκτισμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἐκτίνω
Πηγές
- ἔκτισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.