ἔκτισις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔκτισῐς αἱ ἐκτίσεις
      γενική τῆς ἐκτίσεως τῶν ἐκτίσεων
      δοτική τῇ ἐκτίσει ταῖς ἐκτίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἔκτισῐν τὰς ἐκτίσεις
     κλητική ! ἔκτισῐ ἐκτίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκτίσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐκτισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἔκτισις < ἐκτίνω, ἔκ-τι- + -σις

Ουσιαστικό

ἔκτισις, -εως θηλυκό

  • ἔκτεισις
  • ἔστεισις (αρκαδικό)

  • ἔκτεισμα / ἔκτισμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.