κτῆσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κτῆσῐς | αἱ | κτήσεις |
| γενική | τῆς | κτήσεως | τῶν | κτήσεων |
| δοτική | τῇ | κτήσει | ταῖς | κτήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κτῆσῐν | τὰς | κτήσεις |
| κλητική ὦ! | κτῆσῐ | κτήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κτήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κτησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κτῆσις < θέμα κτη- (όπως στον παρακείμενο κέ-κτη-μαι του κτάομαι / κτῶμαι) + -σις
Εκφράσεις
- κατ' ἔργου κτῆσιν
Συγγενικά
- κτησείδιον (υποκοριστικό)
- κτησι- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κτησι- στο Βικιλεξικό όπως για πολλά ονόματα
- κτήσιος
Σύνθετα
- ἀνάκτησις
- ἀντίκτησις
- ἀπόκτησις
- ἔγκτησις
- ἐπίκτησις
- κατάκτησις
- παλίγκτησις
- περίκτησις
- πρόκτησις
- πρόσκτησις
- σύγκτησις
Πηγές
- κτῆσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κτῆσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.