κτίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κτίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κτίζω
  2. θα κτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κτίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κτίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κτίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.