κρυολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρυολογημένος | η | κρυολογημένη | το | κρυολογημένο |
| γενική | του | κρυολογημένου | της | κρυολογημένης | του | κρυολογημένου |
| αιτιατική | τον | κρυολογημένο | την | κρυολογημένη | το | κρυολογημένο |
| κλητική | κρυολογημένε | κρυολογημένη | κρυολογημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρυολογημένοι | οι | κρυολογημένες | τα | κρυολογημένα |
| γενική | των | κρυολογημένων | των | κρυολογημένων | των | κρυολογημένων |
| αιτιατική | τους | κρυολογημένους | τις | κρυολογημένες | τα | κρυολογημένα |
| κλητική | κρυολογημένοι | κρυολογημένες | κρυολογημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κρυολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρυολογώ
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κρυολογημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.