κριτικαρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κριτικαρισμένος η κριτικαρισμένη το κριτικαρισμένο
      γενική του κριτικαρισμένου της κριτικαρισμένης του κριτικαρισμένου
    αιτιατική τον κριτικαρισμένο την κριτικαρισμένη το κριτικαρισμένο
     κλητική κριτικαρισμένε κριτικαρισμένη κριτικαρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κριτικαρισμένοι οι κριτικαρισμένες τα κριτικαρισμένα
      γενική των κριτικαρισμένων των κριτικαρισμένων των κριτικαρισμένων
    αιτιατική τους κριτικαρισμένους τις κριτικαρισμένες τα κριτικαρισμένα
     κλητική κριτικαρισμένοι κριτικαρισμένες κριτικαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

κριτικαρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.