κριμαϊκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κριμαϊκός η κριμαϊκή το κριμαϊκό
      γενική του κριμαϊκού της κριμαϊκής του κριμαϊκού
    αιτιατική τον κριμαϊκό την κριμαϊκή το κριμαϊκό
     κλητική κριμαϊκέ κριμαϊκή κριμαϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κριμαϊκοί οι κριμαϊκές τα κριμαϊκά
      γενική των κριμαϊκών των κριμαϊκών των κριμαϊκών
    αιτιατική τους κριμαϊκούς τις κριμαϊκές τα κριμαϊκά
     κλητική κριμαϊκοί κριμαϊκές κριμαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κριμαϊκός < Κριμα(ία) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾi.maiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κριμαϊκός

Επίθετο

κριμαϊκός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με τη Κριμαία
    κριμαϊκός πόλεμος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.