αναπέταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναπέταση | οι | αναπετάσεις |
| γενική | της | αναπέτασης* | των | αναπετάσεων |
| αιτιατική | την | αναπέταση | τις | αναπετάσεις |
| κλητική | αναπέταση | αναπετάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναπετάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναπέταση < ἀναπετάννυμι (απλώνω, ξεδιπλώνω)
Ουσιαστικό
αναπέταση θηλυκό
- (για προϊόντα εκσκαφής) μεταφορά των προϊόντων εκσκαφής εκτός του ορύγματος στο γύρω χώρο
- (ιατρική) αναπέταση κρημνού
Μεταφράσεις
αναπέταση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.