αναπέταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπέταση οι αναπετάσεις
      γενική της αναπέτασης* των αναπετάσεων
    αιτιατική την αναπέταση τις αναπετάσεις
     κλητική αναπέταση αναπετάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπετάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναπέταση < ἀναπετάννυμι (απλώνω, ξεδιπλώνω)

Ουσιαστικό

αναπέταση θηλυκό

  1. (για προϊόντα εκσκαφής) μεταφορά των προϊόντων εκσκαφής εκτός του ορύγματος στο γύρω χώρο
  2. (ιατρική) αναπέταση κρημνού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.