μπουνταλάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουνταλάς οι μπουνταλάδες
      γενική του μπουνταλά των μπουνταλάδων
    αιτιατική τον μπουνταλά τους μπουνταλάδες
     κλητική μπουνταλά μπουνταλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουνταλάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική budala < αραβική بدلاء (budalāˀ)

Ουσιαστικό

μπουνταλάς αρσενικό (θηλυκό μπουνταλού)

  1. κουτός, βλάκας, αργόστροφος, περιορισμένων δυνατοτήτων
  2. (κατ’ επέκταση) αδέξιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.