κρεμανταλάδικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρεμανταλάδικος η κρεμανταλάδικη το κρεμανταλάδικο
      γενική του κρεμανταλάδικου της κρεμανταλάδικης του κρεμανταλάδικου
    αιτιατική τον κρεμανταλάδικο την κρεμανταλάδικη το κρεμανταλάδικο
     κλητική κρεμανταλάδικε κρεμανταλάδικη κρεμανταλάδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρεμανταλάδικοι οι κρεμανταλάδικες τα κρεμανταλάδικα
      γενική των κρεμανταλάδικων των κρεμανταλάδικων των κρεμανταλάδικων
    αιτιατική τους κρεμανταλάδικους τις κρεμανταλάδικες τα κρεμανταλάδικα
     κλητική κρεμανταλάδικοι κρεμανταλάδικες κρεμανταλάδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρεμανταλάδικος < κρεμανταλάς + -άδικος

Επίθετο

κρεμανταλάδικος, -η, -ο

Ουσιαστικό

κρεμανταλάδικος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.