εγκαρτέρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκαρτέρηση | οι | εγκαρτερήσεις |
| γενική | της | εγκαρτέρησης* | των | εγκαρτερήσεων |
| αιτιατική | την | εγκαρτέρηση | τις | εγκαρτερήσεις |
| κλητική | εγκαρτέρηση | εγκαρτερήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαρτερήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εγκαρτέρηση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εγκαρτερώ, η χωρίς καμία διαμαρτυρία υπομονή ή απάθεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.