αποκτήνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποκτήνωση | οι | αποκτηνώσεις |
| γενική | της | αποκτήνωσης* | των | αποκτηνώσεων |
| αιτιατική | την | αποκτήνωση | τις | αποκτηνώσεις |
| κλητική | αποκτήνωση | αποκτηνώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποκτηνώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποκτήνωση < μεσαιωνική ελληνική ἀποκτήνωσις < (ελληνιστική κοινή) ἀποκτηνόω/ἀποκτηνῶ < ἀπό + κτῆνος
Ουσιαστικό
αποκτήνωση θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αποκτηνώνω
Συνώνυμα
- αποβαρβάρωση
- αποθηρίωση
- εξαθλίωση
Μεταφράσεις
αποκτήνωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.