κρανιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρανιολογία | οι | κρανιολογίες |
| γενική | της | κρανιολογίας | των | κρανιολογιών |
| αιτιατική | την | κρανιολογία | τις | κρανιολογίες |
| κλητική | κρανιολογία | κρανιολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κρανιολογία θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κρανιολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.