κοψομεσιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοψομεσιασμένος η κοψομεσιασμένη το κοψομεσιασμένο
      γενική του κοψομεσιασμένου της κοψομεσιασμένης του κοψομεσιασμένου
    αιτιατική τον κοψομεσιασμένο την κοψομεσιασμένη το κοψομεσιασμένο
     κλητική κοψομεσιασμένε κοψομεσιασμένη κοψομεσιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοψομεσιασμένοι οι κοψομεσιασμένες τα κοψομεσιασμένα
      γενική των κοψομεσιασμένων των κοψομεσιασμένων των κοψομεσιασμένων
    αιτιατική τους κοψομεσιασμένους τις κοψομεσιασμένες τα κοψομεσιασμένα
     κλητική κοψομεσιασμένοι κοψομεσιασμένες κοψομεσιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.pso.me.sçaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοψομεσιασμένος

Μετοχή

κοψομεσιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.