κούτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούτα οι κούτες
      γενική της κούτας
    αιτιατική την κούτα τις κούτες
     κλητική κούτα κούτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κούτα < κουτ(ί) + μεγεθυντικό επίθημα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈku.ta/

Ουσιαστικό

κούτα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κουτί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.