κουτάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουτάκι | τα | κουτάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | κουτάκι | τα | κουτάκια |
| κλητική | κουτάκι | κουτάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουτάκι < κουτ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐τά‐κι
Ουσιαστικό
κουτάκι ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρό κουτί
- (συσκευασία) το κουτί αναψυκτικού
- μικρό ορθογώνιο σε σχέδια ή διαγράμματα
- ↪ Πρέπει να συμπληρώσεις τα κουτάκια που υπάρχουν δίπλα σε κάθε ερώτηση.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.