κουρμπέτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρμπέτι τα κουρμπέτια
      γενική
    αιτιατική το κουρμπέτι τα κουρμπέτια
     κλητική κουρμπέτι κουρμπέτια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουρμπέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική gurbet (ξενιτιά) < αραβική غُرْبَة (ḡurba, νοσταλγία πατρίδας)

Προφορά

ΔΦΑ : /kuɾˈbe.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουρμπέτι

Ουσιαστικό

κουρμπέτι ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) ο εκτός της κατοικίας μας χώρος, ο επαγγελματικός χώρος, η πιάτσα· (κατ’ επέκταση) η επαγγελματική ζωή, με έμφαση κυρίως στις δυσκολίες της, στη βιοπάλη
    είναι πολλά χρόνια στο κουρμπέτι, είναι μέσα στα πράγματα (είναι πολύ έμπειρος, είναι χρόνια στο χώρο)
      όλοι οι κουτσαβάκηδες που ζούνε στο κουρμπέτι (τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.