κουρμπέτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουρμπέτι | τα | κουρμπέτια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | κουρμπέτι | τα | κουρμπέτια |
| κλητική | κουρμπέτι | κουρμπέτια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουρμπέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική gurbet (ξενιτιά) < αραβική غُرْبَة (ḡurba, νοσταλγία πατρίδας)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuɾˈbe.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κουρ‐μπέ‐τι
Ουσιαστικό
κουρμπέτι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ο εκτός της κατοικίας μας χώρος, ο επαγγελματικός χώρος, η πιάτσα· (κατ’ επέκταση) η επαγγελματική ζωή, με έμφαση κυρίως στις δυσκολίες της, στη βιοπάλη
- ↪ είναι πολλά χρόνια στο κουρμπέτι, είναι μέσα στα πράγματα (είναι πολύ έμπειρος, είναι χρόνια στο χώρο)
- ※ όλοι οι κουτσαβάκηδες που ζούνε στο κουρμπέτι (τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη)
Εκφράσεις
- βγάζω στο κουρμπέτι κάποιον
- βγαίνω στο κουρμπέτι
- είμαι χρόνια στο κουρμπέτι
- τα πέριξ
Μεταφράσεις
κουρμπέτι
|
→ δείτε τη λέξη πιάτσα |
Πηγές
- κουρμπέτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.