πέριξ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πέριξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέριξ [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpe.ɾiks/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐ριξ
Επίρρημα
πέριξ (τοπικό επίρρημα)
Ουσιαστικό
πέριξ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- ο τόπος γύρω από άλλον
- ↪ Ψάχνω για διαμέρισμα στην παλιά μου γειτονιά και στα πέριξ.
- ※ Στα πέριξ, οι προσόψεις των καταστημάτων και των κατοικιών ήταν ταπεινές, αλλά όσο πλησίαζαν στο κέντρο της πόλης οι πολυκατοικίες γίνονταν πιο πολυτελείς.
- Τζέφρι Ευγενίδης, The Marriage Plot, 2011 [μυθιστόρημα Σενάριο γάμου], Μετάφραση από τα αγγλικά: Άννα Παπασταύρου. εκδ.Πατάκης, 2012 @books.google
Μεταφράσεις
πέριξ
|
|
Αναφορές
- πέριξ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- πέριξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.