βγαίνω στο κουρμπέτι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βγαίνω στο κουρμπέτι < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

βγαίνω στο κουρμπέτι

  1. βγαίνω στη ζωή, βγαίνω στη βιοπάλη
  2. (για πόρνη) εκδίδομαι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.