είμαι χρόνια στο κουρμπέτι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

είμαι χρόνια στο κουρμπέτι < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

είμαι χρόνια στο κουρμπέτι

  • (για άτομο) είμαι πολύ έμπειρος σε έναν χώρο (επαγγελματικό, κοινωνικό, κλπ)

  • είμαι καιρό στο κουρμπέτι
  • είμαι παλιός στο κουρμπέτι
  • έχω χρόνια στο κουρμπέτι

Συνώνυμα

  • είμαι παλιά καραβάνα
  • είμαι χρόνια στην πιάτσα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.