κουρδιστήρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουρδιστήρι | τα | κουρδιστήρια |
| γενική | του | κουρδιστηριού | των | κουρδιστηριών |
| αιτιατική | το | κουρδιστήρι | τα | κουρδιστήρια |
| κλητική | κουρδιστήρι | κουρδιστήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κουρδιστήρι ουδέτερο
- εξάρτημα με το οποίο κουρδίζουμε κάποιο όργανο, ρολόι ή παιχνίδι
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) άτομο που μας «κουρδίζει»
Μεταφράσεις
κουρδιστήρι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.