κουρδιστήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρδιστήρι τα κουρδιστήρια
      γενική του κουρδιστηριού των κουρδιστηριών
    αιτιατική το κουρδιστήρι τα κουρδιστήρια
     κλητική κουρδιστήρι κουρδιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουρδιστήρι < κουρδίζω + -τήρι

Ουσιαστικό

κουρδιστήρι ουδέτερο

  1. εξάρτημα με το οποίο κουρδίζουμε κάποιο όργανο, ρολόι ή παιχνίδι
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) άτομο που μας «κουρδίζει»

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.