κουρντιστήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρντιστήρι τα κουρντιστήρια
      γενική του κουρντιστηριού των κουρντιστηριών
    αιτιατική το κουρντιστήρι τα κουρντιστήρια
     κλητική κουρντιστήρι κουρντιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουρντιστήρι < κουρντίζω + -τήρι

Ουσιαστικό

κουρντιστήρι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.