paddle

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

paddle (en)

  • κουπί για κανό ή καγιάκ
  • μαγειρικό σκεύος σε σχήμα κουπιού
  • η ρακέτα του πινγκ πονγκ

Ρήμα

paddle (en)

  • (μεταβατικό) κινώ ένα πλεούμενο κωπηλατώντας
  • (αμετάβατο) περπατάω και τσαλαβουτώ για παιχνίδι στην ακρογιαλιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.