κουλουριασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουλουριασμένος η κουλουριασμένη το κουλουριασμένο
      γενική του κουλουριασμένου της κουλουριασμένης του κουλουριασμένου
    αιτιατική τον κουλουριασμένο την κουλουριασμένη το κουλουριασμένο
     κλητική κουλουριασμένε κουλουριασμένη κουλουριασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουλουριασμένοι οι κουλουριασμένες τα κουλουριασμένα
      γενική των κουλουριασμένων των κουλουριασμένων των κουλουριασμένων
    αιτιατική τους κουλουριασμένους τις κουλουριασμένες τα κουλουριασμένα
     κλητική κουλουριασμένοι κουλουριασμένες κουλουριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουλουριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουλουριάζω

Μετοχή

κουλουριασμένος, -η, -ο

  1.  δείτε τη λέξη κουλουριάζω
  2. που καμπουριάζει ή που σκύβει και μοιάζει σα να τυλίγεται γύρω από τον εαυτό του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.