ακουβάριαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακουβάριαστος | η | ακουβάριαστη | το | ακουβάριαστο |
| γενική | του | ακουβάριαστου | της | ακουβάριαστης | του | ακουβάριαστου |
| αιτιατική | τον | ακουβάριαστο | την | ακουβάριαστη | το | ακουβάριαστο |
| κλητική | ακουβάριαστε | ακουβάριαστη | ακουβάριαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακουβάριαστοι | οι | ακουβάριαστες | τα | ακουβάριαστα |
| γενική | των | ακουβάριαστων | των | ακουβάριαστων | των | ακουβάριαστων |
| αιτιατική | τους | ακουβάριαστους | τις | ακουβάριαστες | τα | ακουβάριαστα |
| κλητική | ακουβάριαστοι | ακουβάριαστες | ακουβάριαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακουβάριαστος < α- + κουβαριάζω + -τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κουβάρι
Μεταφράσεις
- ακουβάριαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ακουβάριαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.