ακουβάριαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακουβάριαστος η ακουβάριαστη το ακουβάριαστο
      γενική του ακουβάριαστου της ακουβάριαστης του ακουβάριαστου
    αιτιατική τον ακουβάριαστο την ακουβάριαστη το ακουβάριαστο
     κλητική ακουβάριαστε ακουβάριαστη ακουβάριαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακουβάριαστοι οι ακουβάριαστες τα ακουβάριαστα
      γενική των ακουβάριαστων των ακουβάριαστων των ακουβάριαστων
    αιτιατική τους ακουβάριαστους τις ακουβάριαστες τα ακουβάριαστα
     κλητική ακουβάριαστοι ακουβάριαστες ακουβάριαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακουβάριαστος < α- + κουβαριάζω + -τος

Επίθετο

ακουβάριαστος[1] [2]

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. ακουβάριαστος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ακουβάριαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.