κοτολέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοτολέτα | οι | κοτολέτες |
| γενική | της | κοτολέτας | των | κοτολετών |
| αιτιατική | την | κοτολέτα | τις | κοτολέτες |
| κλητική | κοτολέτα | κοτολέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.toˈle.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐το‐λέ‐τα
Ουσιαστικό
κοτολέτα θηλυκό
Συνώνυμα
Αναφορές
- κοτολέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.