παϊδάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παϊδάκι | τα | παϊδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | παϊδάκι | τα | παϊδάκια |
| κλητική | παϊδάκι | παϊδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παϊδάκι ουδέτερο
- έδεσμα που παρασκευάζεται από τα πλευρά του θώρακα του ζώου τα οποία είναι τεμαχισμένα εγκάρσια, κατά μήκος του διάκενου μεταξύ των οστών, ώστε στο κάθε οστό να αντιστοιχεί κι από ένα καμμάτι (παϊδάκι)
- ψήσαμε αρνίσια παϊδάκια στα κάρβουνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
