καιρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καιρικός η καιρική το καιρικό
      γενική του καιρικού της καιρικής του καιρικού
    αιτιατική τον καιρικό την καιρική το καιρικό
     κλητική καιρικέ καιρική καιρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καιρικοί οι καιρικές τα καιρικά
      γενική των καιρικών των καιρικών των καιρικών
    αιτιατική τους καιρικούς τις καιρικές τα καιρικά
     κλητική καιρικοί καιρικές καιρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καιρικός < (ελληνιστική κοινή)

Επίθετο

καιρικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τον καιρό, τα μετεωρολογικά φαινόμενα
    οι καιρικές συνθήκες

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Επίθετο

καιρικός

  1. επίκαιρος
  2. εποχιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.