κοσμημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοσμημένος | η | κοσμημένη | το | κοσμημένο |
| γενική | του | κοσμημένου | της | κοσμημένης | του | κοσμημένου |
| αιτιατική | τον | κοσμημένο | την | κοσμημένη | το | κοσμημένο |
| κλητική | κοσμημένε | κοσμημένη | κοσμημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοσμημένοι | οι | κοσμημένες | τα | κοσμημένα |
| γενική | των | κοσμημένων | των | κοσμημένων | των | κοσμημένων |
| αιτιατική | τους | κοσμημένους | τις | κοσμημένες | τα | κοσμημένα |
| κλητική | κοσμημένοι | κοσμημένες | κοσμημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοσμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κοσμώ
Μεταφράσεις
κοσμημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.