προφασιζόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προφασιζόμενος η προφασιζόμενη το προφασιζόμενο
      γενική του προφασιζόμενου της προφασιζόμενης του προφασιζόμενου
    αιτιατική τον προφασιζόμενο την προφασιζόμενη το προφασιζόμενο
     κλητική προφασιζόμενε προφασιζόμενη προφασιζόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προφασιζόμενοι οι προφασιζόμενες τα προφασιζόμενα
      γενική των προφασιζόμενων των προφασιζόμενων των προφασιζόμενων
    αιτιατική τους προφασιζόμενους τις προφασιζόμενες τα προφασιζόμενα
     κλητική προφασιζόμενοι προφασιζόμενες προφασιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

προφασιζόμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.