κορωναϊός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κορωναϊός | οι | κορωναϊοί |
| γενική | του | κορωναϊού | των | κορωναϊών |
| αιτιατική | τον | κορωναϊό | τους | κορωναϊούς |
| κλητική | κορωναϊέ | κορωναϊοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.