κοροναϊός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κοροναϊός | οι | κοροναϊοί |
| γενική | του | κοροναϊού | των | κοροναϊών |
| αιτιατική | τον | κοροναϊό | τους | κοροναϊούς |
| κλητική | κοροναϊέ | κοροναϊοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοροναϊός < κορόνα + ιός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική coronavirus < λατινική corona (κορόνα) + virus. Στη σύνθεση αυτή, διατηρείται η λατινική λέξη. Δείτε κορονοϊός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ɾo.na.iˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρο‐να‐ϊ‐ός
Ουσιαστικό
κοροναϊός αρσενικό
- (βιολογία, επιδημιολογία, κορονοϊός) άλλη μορφή του κορονοϊός
- ※ Πρόκειται για ένα νέο στέλεχος κοροναϊού που διαφέρει από τον SARS-CoV, τον κοροναϊό που προκάλεσε την επιδημία SARS το 2003, αλλά και από τους υπόλοιπους κοροναϊούς που έχουν απομονωθεί μέχρι σήμερα από τον άνθρωπο. Ο νέος κοροναϊός (MERS-CoV) απομονώθηκε για πρώτη φορά από ασθενείς με σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο, στην Αραβική Χερσόνησο, το Σεπτέμβριο του 2012. (*keelpno)
Μεταφράσεις
κοροναϊός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.