κορνιζωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κορνιζωμένος | η | κορνιζωμένη | το | κορνιζωμένο |
| γενική | του | κορνιζωμένου | της | κορνιζωμένης | του | κορνιζωμένου |
| αιτιατική | τον | κορνιζωμένο | την | κορνιζωμένη | το | κορνιζωμένο |
| κλητική | κορνιζωμένε | κορνιζωμένη | κορνιζωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κορνιζωμένοι | οι | κορνιζωμένες | τα | κορνιζωμένα |
| γενική | των | κορνιζωμένων | των | κορνιζωμένων | των | κορνιζωμένων |
| αιτιατική | τους | κορνιζωμένους | τις | κορνιζωμένες | τα | κορνιζωμένα |
| κλητική | κορνιζωμένοι | κορνιζωμένες | κορνιζωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κορνιζωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κορνιζώνω
Μεταφράσεις
- → δείτε τη λέξη κορνιζαρισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.