build
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | build |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | builds |
| αόριστος | built |
| παθητική μετοχή | built |
| ενεργητική μετοχή | building |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
build (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| build | builds |
build (en)
- η μορφή του σώματος, η σωματοδομή
- → και δείτε τη λέξη σωματότυπος
- (πληροφορική) λογισμικό όπως αυτό έχει προκύψει από τον πηγαίο κώδικα και απευθύνεται στον τελικό χρήστη (end user)
-
Software build στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- build - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- build - Cambridge Dictionary online
- build - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
- build - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- build - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.