build

Αγγλικά (en)

Ρήμα

ενεστώτας build
γ΄ ενικό ενεστώτα builds
αόριστος built
παθητική μετοχή built
ενεργητική μετοχή building
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

build (en)

Παράγωγα

Συγγενικά

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
build builds

build (en)

  1. η μορφή του σώματος, η σωματοδομή
     και δείτε τη λέξη σωματότυπος
  2. (πληροφορική) λογισμικό όπως αυτό έχει προκύψει από τον πηγαίο κώδικα και απευθύνεται στον τελικό χρήστη (end user)

Πηγές

  • build - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  • build - Cambridge Dictionary online
  • build - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
  • build - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • build - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.