κονσερβοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κονσερβοποιημένος η κονσερβοποιημένη το κονσερβοποιημένο
      γενική του κονσερβοποιημένου της κονσερβοποιημένης του κονσερβοποιημένου
    αιτιατική τον κονσερβοποιημένο την κονσερβοποιημένη το κονσερβοποιημένο
     κλητική κονσερβοποιημένε κονσερβοποιημένη κονσερβοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κονσερβοποιημένοι οι κονσερβοποιημένες τα κονσερβοποιημένα
      γενική των κονσερβοποιημένων των κονσερβοποιημένων των κονσερβοποιημένων
    αιτιατική τους κονσερβοποιημένους τις κονσερβοποιημένες τα κονσερβοποιημένα
     κλητική κονσερβοποιημένοι κονσερβοποιημένες κονσερβοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κονσερβοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κονσερβοποιώ

Μετοχή

κονσερβοποιημένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.