κονσερβοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κονσερβοποιούμαι | κονσερβοποιούμουν | θα κονσερβοποιούμαι | να κονσερβοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | κονσερβοποιείσαι | κονσερβοποιούσουν | θα κονσερβοποιείσαι | να κονσερβοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | κονσερβοποιείται | κονσερβοποιούνταν | θα κονσερβοποιείται | να κονσερβοποιείται | ||
| α' πληθ. | κονσερβοποιούμαστε | κονσερβοποιούμασταν κονσερβοποιούμαστε |
θα κονσερβοποιούμαστε | να κονσερβοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | κονσερβοποιείστε | κονσερβοποιούσασταν κονσερβοποιούσαστε |
θα κονσερβοποιείστε | να κονσερβοποιείστε | κονσερβοποιείστε | |
| γ' πληθ. | κονσερβοποιούνται | κονσερβοποιούνταν | θα κονσερβοποιούνται | να κονσερβοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κονσερβοποιήθηκα | θα κονσερβοποιηθώ | να κονσερβοποιηθώ | κονσερβοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | κονσερβοποιήθηκες | θα κονσερβοποιηθείς | να κονσερβοποιηθείς | κονσερβοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | κονσερβοποιήθηκε | θα κονσερβοποιηθεί | να κονσερβοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | κονσερβοποιηθήκαμε | θα κονσερβοποιηθούμε | να κονσερβοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | κονσερβοποιηθήκατε | θα κονσερβοποιηθείτε | να κονσερβοποιηθείτε | κονσερβοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | κονσερβοποιήθηκαν κονσερβοποιηθήκαν(ε) |
θα κονσερβοποιηθούν(ε) | να κονσερβοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κονσερβοποιηθεί | είχα κονσερβοποιηθεί | θα έχω κονσερβοποιηθεί | να έχω κονσερβοποιηθεί | κονσερβοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις κονσερβοποιηθεί | είχες κονσερβοποιηθεί | θα έχεις κονσερβοποιηθεί | να έχεις κονσερβοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κονσερβοποιηθεί | είχε κονσερβοποιηθεί | θα έχει κονσερβοποιηθεί | να έχει κονσερβοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κονσερβοποιηθεί | είχαμε κονσερβοποιηθεί | θα έχουμε κονσερβοποιηθεί | να έχουμε κονσερβοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κονσερβοποιηθεί | είχατε κονσερβοποιηθεί | θα έχετε κονσερβοποιηθεί | να έχετε κονσερβοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κονσερβοποιηθεί | είχαν κονσερβοποιηθεί | θα έχουν κονσερβοποιηθεί | να έχουν κονσερβοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
κονσερβοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.