κομπολόγι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κομπολόγι | τα | κομπολόγια |
| γενική | του | κομπολογιού | των | κομπολογιών |
| αιτιατική | το | κομπολόγι | τα | κομπολόγια |
| κλητική | κομπολόγι | κομπολόγια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κομπολόγι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κομπολόγι < κόμπ(ος) + -ο- + -λόγι (λόγ(ος) + -ι)
Μεταφράσεις
κομπολόγι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.