ροδάριο

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ροδάριο ροδάρια
γενική ροδαρίου
& ροδάριου
ροδαρίων
& ροδάριων
αιτιατική ροδάριο ροδάρια
κλητική ροδάριο ροδάρια

Ουσιαστικό

ροδάριο (el) ουδέτερο

  • κομπολόι (σταθερών χαντρών) καθολικών, σειρά χαντρών σε μενταγιόν ή κλειστό σχοινί στο οποίο όμως κρέμεται σχοινί με επιπλέον χάντρες και την άκρη του έχει σταυρό
όργανο προσευχητικής καταμέτρησης


ροζάριο ή ροδάριο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.