κομμωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κομμωτικός | η | κομμωτική | το | κομμωτικό |
| γενική | του | κομμωτικού | της | κομμωτικής | του | κομμωτικού |
| αιτιατική | τον | κομμωτικό | την | κομμωτική | το | κομμωτικό |
| κλητική | κομμωτικέ | κομμωτική | κομμωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κομμωτικοί | οι | κομμωτικές | τα | κομμωτικά |
| γενική | των | κομμωτικών | των | κομμωτικών | των | κομμωτικών |
| αιτιατική | τους | κομμωτικούς | τις | κομμωτικές | τα | κομμωτικά |
| κλητική | κομμωτικοί | κομμωτικές | κομμωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κομμωτικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
κομμωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.