piece

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
piece pieces

piece (en)

  1. το κομμάτι
    a piece of music - ένα μουσικό κομμάτι
  2. ένα στοιχείο από ένα σύνολο ομοειδών πραγμάτων (με μη αριθμητά ουσιαστικά)
    a piece of garbage : ένα σκουπίδι
  3. το κομμάτι στα επιτραπέζια παιχνίδια, το πιόνι
  4. κέρμα αξίας μικρότερης της μίας (1) νομισματικής μονάδας
  5. καλλιτεχνική σύνθεση (έργο μουσικό, λογοτεχνικό κλπ)
    She played two beautiful pieces on the piano.
  6. κανόνι του πυροβολικού

Παράγωγα

Ρήμα

piece (en)

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.