κολοκύνθη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κολοκύνθη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κολοκύνθη

Ουσιαστικό

κολοκύνθη θηλυκό (καθαρεύουσα)

Συγγενικά



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κολοκύνθη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολοκύνθη

Ουσιαστικό

κολοκύνθη ή κολοκύθα

  1. (λαχανικό) η κολοκύθα
  2. (φυτό) η κολοκυθιά
     συνώνυμα: κολοκυνθέα, κολοκυθέα, κολοκυθιά

Συγγενικά

κολοκυθ-, κολοκυνθ-

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κολοκύνθη αἱ κολοκύνθαι
      γενική τῆς κολοκύνθης τῶν κολοκυνθῶν
      δοτική τῇ κολοκύνθ ταῖς κολοκύνθαις
    αιτιατική τὴν κολοκύνθην τὰς κολοκύνθᾱς
     κλητική ! κολοκύνθη κολοκύνθαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κολοκύνθ
γεν-δοτ τοῖν  κολοκύνθαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολοκύνθη, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < πιθανόν προελληνική ς προέλευσης, όπως δείχνει το επίθημα -ύνθη (-υνθος)[1][2]

Ουσιαστικό

κολοκύνθη θηλυκό

  • κολόκυνθα
  • κολόκυνθος
  • κολοκύντη
  • κολόκυντα

Εκφράσεις

Παράγωγα

  • κολοκύνθιον (υποκοριστικό)

Συγγενικά

  • ἀγριοκολοκύντη
  • κολοκυνθιάς
  • κολοκύνθινος, κολοκύντινος
  • κολοκυνθίς (κολόκυνθα ἀγρία)

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.