Πωρικολόγος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Κύριο όνομα
Πωρικολόγος αρσενικό
- (λογοτεχνία) τίτλος σατιρικού ποίηματος ανώνυμου συγγραφέα που διασώζεται σε μορφή του 13ου-14ου αιώνα και διακωμωδεί τη γραφειοκρατία και τις νομικές διαδικασίες της βυζαντινής αυλής με πρωταγωνιστές, φρούτα
- ὀπωρολόγος (ελληνιστική κοινή)
-
Πωρικολόγος στη Βικιπαίδεια

- «Διήγησις του Πωρικολόγου» - Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
άλλοι τίτλοι έργων
- Ὀψαρολόγος
- Πουλολόγος
- Φυσιολόγος
Πηγές
- σελ.347, Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.