κολοκύθια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κολοκύθια < πληθυντικός αριθμός του κολοκύθι

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.loˈci.θça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κολοκύθια
τονικό παρώνυμο: κολοκυθιά

Επιφώνημα

κολοκύθια! ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κολοκύθια ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.