κολάσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κολάσιμος | η | κολάσιμη | το | κολάσιμο |
| γενική | του | κολάσιμου | της | κολάσιμης | του | κολάσιμου |
| αιτιατική | τον | κολάσιμο | την | κολάσιμη | το | κολάσιμο |
| κλητική | κολάσιμε | κολάσιμη | κολάσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κολάσιμοι | οι | κολάσιμες | τα | κολάσιμα |
| γενική | των | κολάσιμων | των | κολάσιμων | των | κολάσιμων |
| αιτιατική | τους | κολάσιμους | τις | κολάσιμες | τα | κολάσιμα |
| κλητική | κολάσιμοι | κολάσιμες | κολάσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈlasimos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λά‐σι‐μος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κολάζω
Μεταφράσεις
κολάσιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.