κοινοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοινοποιημένος | η | κοινοποιημένη | το | κοινοποιημένο |
| γενική | του | κοινοποιημένου | της | κοινοποιημένης | του | κοινοποιημένου |
| αιτιατική | τον | κοινοποιημένο | την | κοινοποιημένη | το | κοινοποιημένο |
| κλητική | κοινοποιημένε | κοινοποιημένη | κοινοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοινοποιημένοι | οι | κοινοποιημένες | τα | κοινοποιημένα |
| γενική | των | κοινοποιημένων | των | κοινοποιημένων | των | κοινοποιημένων |
| αιτιατική | τους | κοινοποιημένους | τις | κοινοποιημένες | τα | κοινοποιημένα |
| κλητική | κοινοποιημένοι | κοινοποιημένες | κοινοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοινοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κοινοποιώ
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κοινοποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.