κοινοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοινοποιώ < ελληνιστική κοινή κοινοποιέω / κοινοποιῶ < αρχαία ελληνική κοινός + ποιέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.no.piˈo/
Ρήμα
κοινοποιώ (παθητική φωνή: κοινοποιούμαι)
- γνωστοποιώ (εγγράφως ή γενικά με επίσημο τρόπο) κάτι σε κάποιους
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ακοινοποίητος
- ανακοινοποίηση
- ανακοινοποιώ
- κοινοποιημένος
- κοινοποίηση
- κοινοποιήσιμος
- → δείτε τις λέξεις κοινός και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοινοποιώ | κοινοποιούσα | θα κοινοποιώ | να κοινοποιώ | κοινοποιώντας | |
| β' ενικ. | κοινοποιείς | κοινοποιούσες | θα κοινοποιείς | να κοινοποιείς | (κοινοποίει) | |
| γ' ενικ. | κοινοποιεί | κοινοποιούσε | θα κοινοποιεί | να κοινοποιεί | ||
| α' πληθ. | κοινοποιούμε | κοινοποιούσαμε | θα κοινοποιούμε | να κοινοποιούμε | ||
| β' πληθ. | κοινοποιείτε | κοινοποιούσατε | θα κοινοποιείτε | να κοινοποιείτε | κοινοποιείτε | |
| γ' πληθ. | κοινοποιούν(ε) | κοινοποιούσαν(ε) | θα κοινοποιούν(ε) | να κοινοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοινοποίησα | θα κοινοποιήσω | να κοινοποιήσω | κοινοποιήσει | ||
| β' ενικ. | κοινοποίησες | θα κοινοποιήσεις | να κοινοποιήσεις | κοινοποίησε | ||
| γ' ενικ. | κοινοποίησε | θα κοινοποιήσει | να κοινοποιήσει | |||
| α' πληθ. | κοινοποιήσαμε | θα κοινοποιήσουμε | να κοινοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | κοινοποιήσατε | θα κοινοποιήσετε | να κοινοποιήσετε | κοινοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | κοινοποίησαν κοινοποιήσαν(ε) |
θα κοινοποιήσουν(ε) | να κοινοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κοινοποιήσει | είχα κοινοποιήσει | θα έχω κοινοποιήσει | να έχω κοινοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κοινοποιήσει | είχες κοινοποιήσει | θα έχεις κοινοποιήσει | να έχεις κοινοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κοινοποιήσει | είχε κοινοποιήσει | θα έχει κοινοποιήσει | να έχει κοινοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοινοποιήσει | είχαμε κοινοποιήσει | θα έχουμε κοινοποιήσει | να έχουμε κοινοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κοινοποιήσει | είχατε κοινοποιήσει | θα έχετε κοινοποιήσει | να έχετε κοινοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοινοποιήσει | είχαν κοινοποιήσει | θα έχουν κοινοποιήσει | να έχουν κοινοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
κοινοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.