κοινοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοινοποίηση | οι | κοινοποιήσεις |
| γενική | της | κοινοποίησης* | των | κοινοποιήσεων |
| αιτιατική | την | κοινοποίηση | τις | κοινοποιήσεις |
| κλητική | κοινοποίηση | κοινοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κοινοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοινοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κοινοποίη(σις) + -ση < κοινοποιῶ. Μορφολογικά αναλύεται σε κοινο- + -ποίηση -ηση
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.noˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
κοινοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κοινοποιώ: γνωστοποίηση σε όλους, ενημέρωση όλων για κάτι
Μεταφράσεις
κοινοποίηση
Πηγές
- κοινοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κοινοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.