κοινοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κοινοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοινοποιώ
  2. θα κοινοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοινοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κοινοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοινοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.