κοινολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοινολογικός | η | κοινολογική | το | κοινολογικό |
| γενική | του | κοινολογικού | της | κοινολογικής | του | κοινολογικού |
| αιτιατική | τον | κοινολογικό | την | κοινολογική | το | κοινολογικό |
| κλητική | κοινολογικέ | κοινολογική | κοινολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοινολογικοί | οι | κοινολογικές | τα | κοινολογικά |
| γενική | των | κοινολογικών | των | κοινολογικών | των | κοινολογικών |
| αιτιατική | τους | κοινολογικούς | τις | κοινολογικές | τα | κοινολογικά |
| κλητική | κοινολογικοί | κοινολογικές | κοινολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοινολογικός < κοινολογία + -ικός
Μεταφράσεις
κοινολογικός
|
|
- κοινολογικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.